ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αυλή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αυλή

udvar◼◼◼

bíróság

keresztvitorlarúd

sportpálya

telep

udvarlás

udvarol

δικαστήριο/(ενώπιον της) δικαιοσύνη(ς)/αυλή

bíróság

σύνδρομο "όχι στην αυλή μου"

Ne az én kertembe hozzáállás