ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kereszt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
forduljon jobbra a kereszteződésben

κάνε δεξιά στο σταυροδρόμι

horogkereszt

σβάστικα

megkeresztel

βαφτίζω

Ortodox kereszténység

Ορθόδοξη Εκκλησία

sor a következő kereszteződés után

κίνηση μετά από αυτή τη διασταύρωση

talajon keresztül tisztítás

καθαρισμός διαμέσου του εδάφους

tűzkeresztség

βάπτισμα του πυρός

útkereszteződés

διασταύρωση◼◼◼

σταυροδρόμι

vízkereszt

Φώτα

Vízkereszt

Θεοφάνια

Vöröskereszt

Ερυθρός Σταυρός◼◼◼

123

Το ιστορικό σας