ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kerek σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kerek

ως◼◼◼

ούτε◼◼◻

ακριβώς◼◻◻

στρογγυλός◼◻◻

στρογγυλός (-ή-ό)◼◻◻

στρογγυλεμένος◼◻◻

έστω◼◻◻

ακόμη και

κυκλικός

kerek zárójel

παρένθεση

kerekasztal

Στρογγυλή Τράπεζα◼◼◼

kerekesszék

αναπηρικό καροτσάκι

kerekít

στρογγυλός

kerekített

στρογγυλός◼◼◼

ajakkerekítéses

στρογγυλός

Kvékerek

Κουάκεροι

lekerekített

στρογγυλός

van kerekesszékes bejárójuk?

υπάρει πρόσβαση για αναπηρικό καροτσάκι;

Το ιστορικό σας