ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kendő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kendő

κασκόλ◼◼◼

πανί◼◼◼

σάλι

baba törlőkendő

μωρομάντιλα

csokornyakkendő

παπιγιόν◼◼◼

μύγα

fecskendő

σύριγγα◼◼◼

ένεση◼◼◻

fejkendő

μαντήλα

σάλι

nyakkendő

γραβάτα (η)

λαιμοδέτης

zsebkendő

χαρτομάντιλο◼◼◼

μαντήλι

μαντίλι

Το ιστορικό σας