ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σάλι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σάλι

fejkendő

kendő

sál

σάλιο

nyál◼◼◼

Σάλιο

Nyál◼◼◼

σάλιο (sálio)

nyál◼◼◼

ανοξείδωτο ατσάλι

rozsdamentes acél◼◼◼

ατσάλι

acél◼◼◼

γυμνοσάλιαγκας

mesztelen csiga