ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közösség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közösség

κοινότητα◼◼◼

η κοινότητα◼◼◻

κοινοτικός◼◻◻

κοινωνία◼◻◻

közösségi

κοινοτικός◼◼◼

κοινό◼◼◻

γενικός◼◻◻

δημόσιος◼◻◻

κοινός◼◻◻

Közösségi döntés

απόφαση της κοινότητας

Közösségi Jog

κοινοτικό δίκαιο◼◼◼

Közösségi jogrendszer

νομικό σύστημα της Κοινότητας

Közösségi költségvetés

κοινοτικός προϋπολογισμός/προϋπολογισμός της Κοινότητας

közösségi létesítmény

δημόσια εγκατάσταση

Közösségi pénzügy

κοινοτικά κεφάλαια/οικονομικά της Κοινότητας

közösségi távolságtartás

κοινωνική απομάκρυνση

Közösségi törvény

κοινοτική πράξη/πράξη της Κοινότητας

a közösség fizet elv

αρχή "η κοινότητα πληρώνει"

Dominikai Közösség

Δομίνικα

Δομινίκα

Európai Gazdasági Közösség

Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα◼◼◼

Európai Közösség

Ευρωπαϊκή Κοινότητα◼◼◼

Európai Közösségek

Ευρωπαϊκές Κοινότητες◼◼◼

Európai Közösségek Bírósága

Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων◼◼◼

Független Államok Közössége

Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών◼◼◼

Nemzetközösség

Κοινοπολιτεία◼◼◼

nemzetközösség

κοινοπολιτεία◼◼◼

ökológiai közösség

οικολογική κοινότητα

új közösség

νεοπαγής κοινότητα

Το ιστορικό σας