ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δημόσιος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δημόσιος

állami◼◼◼

köz◼◼◻

nyilvános◼◼◻

közösségi◼◻◻

nyilvánosság◼◻◻

országos◼◻◻

közönség

publikum

δημόσιος τομέας

állami szektor◼◼◼

közterület, közjószág

δημόσιος υπάλληλος

tisztviselő◼◼◼