ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közösülés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közösülés

γαμήσι

ζευγάρωμα

πήδημα

συνουσία

Közösülés

Συνουσία

erőszakos közösülés

βιασμός (viasmόs)

Το ιστορικό σας