ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közönség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közönség

κοινό◼◼◼

το κοινό, (nézők) οι θεατές◼◼◻

τηλεθέαση◼◼◻

ακροατήριο◼◻◻

θεατές◼◻◻

ακροαματικότητα◼◻◻

αρωγή

παρακολούθηση

ακροατές

ακρόαση

δημόσιος

κοινός

közönséges

κοινός◼◼◼

συνήθης◼◼◼

συνηθισμένος◼◼◻

αγοραίος

nagyközönség

κοινό◼◼◼

Το ιστορικό σας