ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kötetlen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kötetlen

ελεύθερος◼◼◼

van kedved egy gyors italhoz? (kötetlen)

θες να πιούμε κανα ποτό στα γρήγορα; (ανεπίσημο)

van kedved egy pinthez? (kötetlen)

σε ψήνει καμια μπύρα; (ανεπίσημο)