ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kötőszövet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kötőszövet

συνδετικός ιστός◼◼◼

συνδετικός ιστός (syndetikós istós)

Το ιστορικό σας