ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kézügyesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kézügyesség

δεξιοσύνη

επιδεξιότητα

επιτηδειότητα

μαστοριά

Το ιστορικό σας