ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jólét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jólét

ευημερία◼◼◼

πρόνοια◼◻◻

επάρκεια

ευπορία

προκοπή

társadalmi jólét

κοινωνική πρόνοια

Το ιστορικό σας