ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ige σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ige

λέξη

ρήμα (ˈrima)

(ige tagadásánál) nem

δεν

igei

προφορικός

ρηματικός

igeidő

τεντωμένος

χρόνος

(igekötőként) ξανα- újra(-), még egyszer, megint, legközelebb, máskor is

ξανά

igemód

έγκλιση

μόδα

igen

ναι (nai)◼◼◼

και◼◼◼

έτσι◼◼◻

δε◼◼◻

καμία◼◼◻

δεν◼◼◻

κανένα◼◻◻

κανείς◼◻◻

κ.λπ.◼◻◻

κανένας◼◻◻

κλπ.◼◻◻

όχι◼◻◻

μάλιστα

igen, dohányzom

ναι, καπνίζω

igen, imádok!

ναι, το λατρεύω

igen, szabadságon voltam ott

ναι, πήγα εκεί διακοπές

igen, van ...

ναι, έχω...

igen, én ...

ναι, παίζω

igen, én ... évig játszottam zongorán

ναι, παίζω πιάνο εδώ και ... χρόνια

igen, értettem

ναι, κατάλαβα

igen elmés, eszes, szellemdús

περιφρων

igencsak

πολύ◼◼◼

αρκετά◼◻◻

μάλλον◼◻◻

igenlően

καταφατικά◼◼◼

igenév

μετοχή

igeragozás

κλίση

συζυγία

igeszemlélet

όψη

(létige) van

είμαι

12

Το ιστορικό σας