ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ρηματικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ρηματικός

igei

επιρρηματικός

határozói

επιχειρηματικός οργανισμός/οργανισμός εκμετάλλευσης

gazdasági társaság

κατηγορηματικός

határozott

χρηματικός

pénzügyi