ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

időben σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
időben

ακριβής◼◼◼

εγκαίρως/έγκαιρα,

στην ώρα του

(időben) tíz napon át

(επί) δέκα μέρες

az utóbbi időben

πρόσφατα

elér, (időben) sikerül

προλαβαίνω (προλάβω)

láttál valamilyen jó filmet az utóbbi időben?

έχεις δει καμία καλή ταινία πρόσφατα;

Το ιστορικό σας