ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προλαβαίνω (προλάβω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προλαβαίνω (προλάβω)

elér, (időben) sikerül

(vmeddig) φτάνω (-σω), (vonatot) προλαβαίνω (προλάβω)

elér