ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hozzáér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hozzáér

επαφή◼◼◼

αγγίζω (-ξω)(+tárgyeset vmihez), ακουμπώ (-άω, -ήσω)(+tárgyeset/σε/πάνω σε vmihez)

hozzáértés

ικανότητα◼◼◼

επιδεξιότητα◼◼◻

δεξιοτεχνία◼◻◻

διεύθυνση◼◻◻

Το ιστορικό σας