ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αναπληρώνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αναπληρώνω

helyettesít

lecserél

αναπληρώνω (-σω), αντικαθιστώ (αντικαταστήσω)

helyettesít