ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

határozat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
határozat

απόφαση◼◼◼

η απόφαση◼◼◼

διάταγμα◼◻◻

επίλυση◼◻◻

διάσκεψη◼◻◻

ειδοποίηση◼◻◻

αποφασιστικότητα

σύσκεψη

határozatképesség

απαρτία◼◼◼

határozatlan

ασαφής◼◼◼

(bizonytalan) αόριστος (-η-ο)

ακαθόριστος

αόριστος

határozatlan idejű szerződés

σύμβαση αόριστης διάρκειας

határozatlan jogi felfogás

αόριστη νομική έννοια

határozatlan névelő

αόριστο άρθρο

Határozatlansági reláció

Αρχή της απροσδιοριστίας