ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyakorlás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyakorlás

άσκηση◼◼◼

πράξη◼◻◻

πρακτική◼◻◻

εξάσκηση◼◻◻

testgyakorlás

άσκηση◼◼◼

vallásgyakorlás

άσκηση◼◼◼

Το ιστορικό σας