ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gondoskodik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gondoskodik

φροντίδα◼◼◼

επιμέλεια◼◼◼

νοιάζομαι

φροντίζω (-σω)(+ Τ vkről / για vmről)

Το ιστορικό σας