ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gén σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vérszegénység

αναιμία◼◼◼

vőlegény

μελλόνυμφος

νεόνυμφος

élelmiszerigény

τροφικές ανάγκες

ösztrogén

οιστρογόνων◼◼◼

οιστρογόνο◼◼◼

345

Το ιστορικό σας