ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fertőz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fertőz

μολύνω

fertőzés

λοίμωξη◼◼◼

η λοίμωξη◼◼◻

λοιμός

μόλυνση/λοίμωξη

fertőzött

μολυσμένο◼◼◼

fertőző

επικοινωνήσιμος

λοιμώδης-ης-ες

μεταδοτικός

fertőzőbetegség

μολυσματική (λοιμώδης) νόσος/λοιμώδες νόσημα

fertőződés

μόλυνση◼◼◼

λοίμωξη◼◼◻

embert is fertőző állatbetegség

ζωονοσία

σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο

kártevő fertőzés

προσβολή από επιβλαβείς οργανισμούς◼◼◼

megfertőz

μολύνω

növényfertőzés

προσβολή (παρασιτική μόλυνση) των καλλιεργειών

szekszuálisan terjesztett fertőzés

σ.μ.ν

vérfertőzés

αδελφομιξία

αιμομιξία

vírusos fertőzés

ίωση (η, tsz. -εις)

zoonosis/embert is fertőző állatbetegség

ζωονοσία

ζωονοσία, σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο

σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο

élelmiszerfertőzés

προσβολή (παρασιτική μόλυνση) των τροφών

Το ιστορικό σας