ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μολυσμένο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μολυσμένο

fertőzött◼◼◼

μολυσμένο έδαφος

szennyezett talaj◼◼◼

μολυσμένος

szennyezett◼◼◼