ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λοίμωξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λοίμωξη

fertőzés◼◼◼

fertőződés◼◻◻

η λοίμωξη

fertőzés◼◼◼

μόλυνση/λοίμωξη

fertőzés