ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

feltöltés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
feltöltés

φόρτιση◼◼◼

μεταφόρτωση◼◼◻

αναφόρτωση◼◻◻

ευθύνη◼◻◻

κατηγορία◼◻◻

φορτίο◼◻◻

ανέγερση εγκατάστασης (οικοδομής)

bányafeltöltés

πλήρωση ορυχείου (μεταλλείου)

Το ιστορικό σας