ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felhasznál

χρήση◼◼◼

χρησιμοποίηση◼◼◻

χρησιμότητα◼◻◻

χρησιμοποιώ

felhasználás

χρήση◼◼◼

χρησιμοποίηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

αίτηση◼◼◻

πρόγραμμα◼◼◻

κατοχή◼◻◻

εργασία◼◻◻

απασχόληση◼◻◻

πρόσληψη◼◻◻

ιδιοκτησία◼◻◻

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

κυριότητα◼◻◻

χρησιμότητα

επίχριση

περιουσία

χρησιμοποιώ

felhasználatlan

αχρησιμοποίητος◼◼◼

felhasználható

χρησιμοποιήσιμος◼◼◼

felhasználható ...-ig

χρησιμοποιήστε μέχρι

felhasználó

χρήστης◼◼◼

καταναλωτής◼◻◻

felhasználóbarát

εύχρηστος◼◼◼

felhasználói felület

διεπαφή χρήστη◼◼◼

felhasználói név

όνομα χρήστη

felhasználónév

όνομα χρήστη◼◼◼

χρηστώνυμο

felhatalmaz

εξουσιοδοτώ

felhatalmazás

εξουσία◼◼◼

αρχές◼◼◻

έγκριση◼◼◻

αρχή◼◼◻

ένταλμα◼◻◻

κύρος◼◻◻

felhív

πρόσκληση◼◼◼

κλήση◼◼◻

(telefonon) παίρνω (πάρω, πήρα) (στο) τηλέφωνο

78910

Το ιστορικό σας