ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έγκριση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έγκριση

engedélyezés◼◼◼

engedély◼◼◼

felhatalmazás◼◼◻

beleegyezés◼◼◻

szankció◼◻◻

folyosó◼◻◻

έγκριση (τύπου)/επικύρωση/επιβεβαίωση/αποδοχή/άδεια

egyöntetűsítés

έγκριση των εγκαταστάσεων

létesítmények jóváhagyása

(vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση

hozzájárulás

εγκατάσταση για την οποία απαιτείται έγκριση

jóváhagyást igénylő telepítés