ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(telefonon) παίρνω (πάρω, πήρα) (στο) τηλέφωνο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(telefonon) παίρνω (πάρω, πήρα) (στο) τηλέφωνο

felhív