ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

főleg σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
főleg

κυρίως◼◼◼

ιδίως◼◼◻

ιδιαίτερα◼◻◻

ειδικά◼◻◻

προπάντων

(főleg politikai) rendszer

καθεστώς (το)

(főleg többes számban) adat

στοιχείο (το)

(főleg többes számban) cipő

παπούτσι (το)

(főleg többes számban) ruha

ρούχο (το)

(főleg többes számban) zokni

κάλτσα (η)

(főleg többes számban) újság, hír

νέο (το)

Το ιστορικό σας