ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στοιχείο (το) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στοιχείο (το)

(főleg többes számban) adat

στοιχείο του τοπίου

táj összetevők

(συστατικό) στοιχείο του τοπίου

táj összetevők