ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fúr σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fúr

άσκηση

δράπανο

fúrás

γεώτρηση◼◼◼

διάτρηση◼◼◼

fúró

δράπανο◼◼◼

τρυπάνι◼◼◼

άσκηση

βόριο

fúróberendezés

εγκατάσταση γεώτρησης

fúrógép

άσκηση

δράπανο

olajfúrás

γεώτρηση για την εξεύρεση πετρελαίου

Το ιστορικό σας