ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γεώτρηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γεώτρηση

fúrás◼◼◼

γεώτρηση για την εξεύρεση πετρελαίου

olajfúrás

εγκατάσταση γεώτρησης

fúróberendezés

πηγάδι (γεώτρηση) νερού

(víz)kút

vízkút