ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eszik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eszik

τροφή◼◼◼

φαγητό◼◻◻

εσθίω

τρώγω

τρώω (φάω, έφαγα)

eszik,

τρώω (φάω)

elveszik

χάνομαι (-θώ)

előfordul, hogy napokig nem eszik

συμβαίνει να μην τρώει μέρες

Το ιστορικό σας