ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τρώω (φάω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τρώω (φάω)

eszik,

τρώω (φάω, έφαγα)

eszik

τρώω (φάω, έφαγα) (για) το μεσημέρι

ebédel

τρώω (φάω, έφαγα) με ανοικτό στόμα

csámcsog

(veszít) χάνω (-σω), (veréssel) τρώω (φάω, έφαγα) ξύλω

kikap