ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

erőmű σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
erőmű

σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας◼◼◼

ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός

erőmű leállítása

χαλάρωση (περιορισμός) λειτουργίας σταθμού

erőművállalat

επιχείρηση ηλεκτρισμού

atomerőmű

πυρηνικός σταθμός◼◼◼

πυρηνικός σταθμός ενέργειας

σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας

gáztüzelésű erőmű

μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο

hő és villamoserőmű

θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)/ΘΗΣ

erőmű

θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)◼◼◼

kapcsolt ciklusú erőmű

σταθμός συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας

naperőmű

σταθμός ηλιακής ενέργειας

széntüzelésű erőmű

μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα

villamos erőmű

μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)

vízi erőmű

μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας

árapály erőmű

παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας)

Το ιστορικό σας