ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elmarad σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elmarad

ακυρώνομαι

ματαιώνεται (-θεί)

elmaradott

καθυστερημένος (-η-ο)

elmaradott ország

καθυστερημένη χώρα

az előadás elmaradt

η παράσταση ματαιώθηκε

meghiúsít (→ ματαιώνομαι meghiúsul, elmarad)

ματαιώνω

Το ιστορικό σας