ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ματαιώνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ματαιώνω

meghiúsít

meghiúsít (→ ματαιώνομαι meghiúsul, elmarad)