ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ellenőriz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ellenőriz

σαχ◼◼◼

ανακόπτω

ελέγχω (-ξω), κάνω έλεγχο (+ σε)

επαληθεύω

τσεκάρω

ellenőrizhetem a gumiabroncsnyomást?

μπορώ να ελέγξω την πίεση στα λάστιχα μου εδώ;

ellenőrizhető

επαληθεύσιμος◼◼◼

megállítottak és ellenőrizték az irataimat

με σταμάτησαν και έκαναν έλεγχο στα χαρτιά μου

Το ιστορικό σας