ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προκατάληψη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προκατάληψη

elfogultság◼◼◼

hajlam◼◼◻

vélemény◼◼◻

befolyásol

előítélet

részrehajlás

η προκατάληψη

előítélet