ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

előítélet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
előítélet

εμπάθεια

η προκατάληψη

προκατάληψη

προκαταλαμβάνω

Το ιστορικό σας