ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egy σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egy kis zselét

λίγο τζελ

egy lakótárssal élek

συγκατοικώ με άλλο ένα άτομο

egy lámpa nem működik

μια από τις λάμπες δεν λειτουργεί

egy lopást szeretnék bejelenteni

θα ήθελα να αναγγείλω μια κλοπή

egy megbeszélésen van

βρίσκεται σε μια σύσκεψη

egy millió, egymillió

ένα εκατομμύριο

egy óra alatt

(μέσα) σε μία ώρα, (vmi ideje alatt) κατά τη διάρκεια (+ birtokos eset)

egy óra hatvan percből áll

μία ώρα αποτελείται από εξήντα λεπτά

egy órakkor

στη μία,

egy órakor

στη μία

egy órán belül vagy egy óra múlva

σε μία ώρα

egy órával ezelőtt

πριν μια ώρα

egy oyster kártyát kérek (előre kifizetett, metróra szóló utazási kártya)

θα ήθελα μια κάρτα όιστερ (προπληρωμένη κάρτα για το μετρό)

egy pillanat és jövök

θα είμαι μαζί σας σε μια στιγμή

egy pillanat türelmet kérek

μια στιγμή, παρακαλώ

egy sem

ανένας (καμία, κανένα)

egy sört kérek

μια μπύρα παρακαλώ

egy szemvizsgálatot szeretnék

θα ήθελα μια εξέταση ματιών παρακαλώ

egy telefonkártyát kérek

θα ήθελα μια κάρτα μονάδων παρακαλώ

egy vásárlóval foglalkozik jelenleg

βρίσκεται με ένα πελάτη αυτή τη στιγμή

egyágyas

μονόκλινο◼◼◼

egyágyas szoba

μονόκλινο (δωμάτιο)

μονόκλινο δωμάτιο

egyáltalán

ακόμη◼◼◼

ακόμη και◼◼◼

ούτε◼◼◼

καν◼◼◻

έστω◼◻◻

ακριβώς◼◻◻

ως

egyaránt

εξίσου◼◼◼

επίσης◼◼◼

υπερβολικά◼◻◻

ίσα

egyazon

πολύ◼◼◼

egybeesés

σύμπτωση◼◼◼

επικάλυψη

egyben

ταυτόχρονα◼◼◼

συγχρόνως◼◼◻

(egyidejűleg) ταυτόχρονα

123

Το ιστορικό σας