ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

συγχρόνως σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
συγχρόνως

egyidejűleg◼◼◼

ugyanakkor◼◼◼

egyszerre◼◼◻

egyben◼◻◻

ugyanekkor◼◻◻

másrészt◼◻◻

azonban