ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποφασιστικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποφασιστικός

döntő◼◼◼

meghatározó◼◼◻

határozott◼◻◻

mérvadó◼◻◻

σύμβαση ορισμένης διάρκειας, (konkrét) συγκεκριμένος-η-ο, (személy) αποφασιστικός (-ή-ό)

határozott idejű szerződés