ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

biztosíték σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
biztosíték

εγγύηση◼◼◼

ασφάλεια◼◼◻

αξία◼◼◻

ασφάλιση◼◻◻

ενέχυρο◼◻◻

προκαταβολή◼◻◻

χρηματόγραφο◼◻◻

τηκτασφάλεια

φιτίλι

biztosítékszekrény

κιβώτιο με τις ασφάλειες

Το ιστορικό σας