ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bevétel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bevétel

έσοδα◼◼◼

εισόδημα◼◼◻

έσοδο◼◼◻

κέρδος◼◼◻

είσπραξη◼◼◻

διανομή◼◻◻

λήψη◼◻◻

πίστωση◼◻◻

παράδοση◼◻◻

πιστωτικός

πρόσοδος

(pénzügyi) τα έσοδα

figyelembevétel

προσοχή◼◼◼

igénybevétel

χρήση◼◼◼

αίτηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

πρόγραμμα◼◼◻

καταπόνηση◼◼◻

πρόσληψη◼◻◻

απασχόληση◼◻◻

εργασία◼◻◻

τάση◼◻◻

έμφαση

περιουσία

Το ιστορικό σας