ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bejön σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bejön

εγγράφω

εισέρχομαι

μπαίνω

bemegy, bejön, beszáll

μπαίνω (μπω)

bemegy, belép, bejön

μπαίνω (béno)

van kedved bejönni egy kávéra?

θέλεις να έρθεις μέσα για ένα καφέ;

Το ιστορικό σας