ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μπαίνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μπαίνω

bejön

benevez

összemegy

μπαίνω (béno)

bemegy, belép, bejön

μπαίνω (μπω)

bemegy, bejön, beszáll

μπαίνω (μπω, μπήκα), jöjjön be! περάστε!

bemegy

(járműbe) μπαίνω (μπω, μπήκα)

beszáll