ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beavat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beavat

(titokba) μυώ (-ήσω)

εγκαινιάζω

μυώ

beavatkozik

επεμβαίνω (επέμβω, επενέβην)

beavatkozás

παρέμβαση◼◼◼

επέμβαση◼◼◻

μεσολάβηση

földgazdálkodási beavatkozási terület

περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών

földügyekbe való beavatkozás

επέμβαση στο έδαφος

természetbe és tájba való beavatkozás

επέμβαση στη φύση και (σ)το τοπίο

Το ιστορικό σας